γονυκαμψία

γονυκαμψία
η
1. κάμψη τού γόνατος
2. η κύρτωση τών ποδιών τού γονυκαμπούς ίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κάμψις (-η)
Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Γεώργιο Πιλάβιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”